- θήραγρος
- θήρ-αγρος, das Wild fangend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θήραγρος — θήραγρος, ον (Α) 1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος» 2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ αγρος, πάν αγρος] … Dictionary of Greek
θήραγρος — for catching wild beasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήραγρον — θήραγρος for catching wild beasts masc/fem acc sg θήραγρος for catching wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Therágrvs — THERÁGRVS, i, Gr. Θηράγρος, ου, des Klymenus und der Epikaste jüngerer Sohn, wurde von seiner Schwester, Harpalyce, abgeschlachtet, und dem Vater zu essen vorgesetzet, als dieser sich ihrer, statt seiner Frau, wider ihren Willen bedienete.… … Gründliches mythologisches Lexikon
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
θηραγρία — θηραγρία, ἡ (Μ) [θήραγρος] το κυνήγι άγριων ζώων … Dictionary of Greek
μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] … Dictionary of Greek